Τα λοφτ έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλή στους κύκλους των καλλιτεχνών στο Σόχο του Μανχάταν κατά τη δεκαετία του 60. Ήταν χώροι που χρησίμευαν ως καλλιτεχνικά στούντιο και είχαν χαμηλό κόστος ενοικίασης. Τεχνικά, το λοφτ είναι το ανώτερο επίπεδο ενός ενιαίου εσωτερικού χώρου με ικανοποιητικό ύψος.
Είθισται να επικοινωνεί οπτικά με τον υπόλοιπο χώρο, μοιάζοντας με εσωτερικό ”εξώστη” και η πρόσβαση σε αυτό γίνεται με σκάλα. Σήμερα, η επικρατέστερη χρήση του είναι ο εργασιακός χώρος (γραφείο, ατελιέ, εργαστήριο..) μιας κατοικίας.
Η μόδα των λοφτ ξεκινά όταν κάποιοι καλλιτέχνες ”γεμίζουν” (παράνομα) τα μεγάλα κενά των βιομηχανικών κτιρίων, τότε δίχως χρήση, σε μια μη κατοικημένη περιοχή -το ονομαζόμενο σήμερα Σόχο. Αργότερα, ένας καλλιτέχνης ονόματι Donald Judd αγοράζει το κτίριο στον αριθμό 101 της οδού Spring και παραμένει εκεί για το υπόλοιπο της ζωής του.
Το κτίριο σχεδιάστηκε το 1870 από τον Nicholas Whyte και διαθέτει μέτωπο από χυτοσίδηρο. Τα μέτωπα κτιρίων από χυτοσίδηρο είχαν ήδη καθιερωθεί, κατασκευάζονταν γρήγορα και φθηνά και παρείχαν καλοφωτισμένους, ανάλαφρους, χωρίς εμπόδια εσωτερικούς χώρους. Τα χαρακτηριστικά λοιπόν αυτών των κτιρίων τα καθιστούσαν ιδανικά για καλλιτέχνες. Οι περισσότεροι ανερχόμενοι από αυτούς τότε δεν είχαν στη διάθεση τους αρκετά χρήματα ώστε να νοικιάζουν παράλληλα κατοικία και στούντιο, οπότε και ζούσαν στο περιβάλλον εργασίας τους.
Την ίδια εποχή (1969) ιδρύεται ο Σύνδεσμος Καλλιτεχνών του Σόχο (SoHo Artists Association) με στόχο τη νομιμοποίηση των κατοικήσιμων λοφτ. Από τον Ιανουάριο του 1971 και μετά από τις πιέσεις του εν λόγω Συνδέσμου, ένας αναγνωρισμένος από το κράτος καλλιτέχνης (που σημαίνει ότι πληροί μια σειρά κριτηρίων) μπορούσε να ζήσει νόμιμα πλέον σε ένα λοφτ. Ο τύπος κατοικίας-λοφτ διαδίδεται αμέσως και στο ευρύ κοινό και καθορίζει τις τάσεις της αρχιτεκτονικής σύνθεσης της εποχής. Παραμένει μέχρι σήμερα στοιχείο μεταμόρφωσης της αίσθησης του χώρου και εμπλουτίζεται με νέες χρήσεις.
Το λοφτ του Αντυ Γουόρχολ
Άντι Γουόρχολ: Καλλιτέχνης, εκκεντρικός, κινούμενο έργο τέχνης, εκφραστής και ταυτόχρονα αρνητής της ποπ-αρτ. Το 1964 Άντι και οι συνεργάτες του μετατρέπουν έναν πυροσβεστικό σταθμό σε στούντιο. Έκτοτε, ο καλλιτέχνης μεταφέρει τρεις φορές το ”Ασημένιο Εργοστάσιο” (Silver Factory). Ήταν ένας εντυπωσιακός χώρος βαμμένος με ασημί χρώμα και επενδυμένος με αλουμινόχαρτο. Το στούντιο έγινε μαγνήτης για καλλιτέχνες, κοινωνικές δικτυώσεις και πειραματισμούς κάθε είδους. Ανεξάρτητα με το αν η τέχνη του Άντι χαίρει εκτίμησης όλων, το ”Εργοστάσιο” του έχει αποτυπωθεί στη μνήμη μας.