Η καθημερινότητα για τους κατοίκους της Dhaka, Bangladesh. Πηγή: Dominic Chavez / World Bank, 2016.
Το παρακάτω άρθρο παρουσιάζει το θέμα του απορρίμματος ως πηγή υλικού, που αναλύθηκε κατά τη διάρκεια εκπόνησης της ερευνητικής μου εργασίας (ΑΠΘ, 2017). Η συζήτηση για την περίσσεια απόρριψη ξεκινά όμως με την αστικοποίηση. Οι νέες οικιστικές συνθήκες καθορίζονται από την αύξηση της πληθυσμιακής πυκνότητας, την επακόλουθη έντονη ανοικοδόμηση, την έλλειψη ελεύθερου χώρου. Μέχρι το 2050, τα δύο τρίτα του παγκόσμιου πληθυσμού θα είναι κάτοικοι σε πόλεις, όπου θα είναι εντονότερες οι συνέπειες της ανθρώπινης δραστηριότητας (βλ. εικόνα 1).
Εικόνα 1: Η ασφυκτική πυκνότητα σε πόλεις όπως το Χονγκ Κονγκ. Πηγή: Google Images.
Η τάση της εντατικής αστικοποίησης σήμερα αποτελεί μακροχρόνια εξέλιξη του φαινομένου της βιομηχανοποίησης. Στη διαδικασία της εκβιομηχάνισης της πόλης, και κυρίως στη δεύτερη φάση της (1850-1880), πηγάζει το σύγχρονο οικονομικό σύστημα του καπιταλισμού. Είναι ένα οικονομικό μοντέλο που στηρίζεται σε ιδανικούς καταναλωτές, με απόλυτο προσανατολισμό στο κέρδος. Σε μια καπιταλιστική κοινωνία, και συγκεκριμένα στις ανεπτυγμένες χώρες, το αναγκαίο είναι δεδομένο, δηλαδή οι βασικές ανάγκες ικανοποιούνται με αυθόρμητο, αβίαστο τρόπο. Η κατανάλωση έχει φτάσει σε τόσο υψηλά επίπεδα, που ο μέσος καταναλωτής είναι εξοικειωμένος με την έννοια της αφθονίας. Η υλική αφθονία συνδέεται με το φαινόμενο της εύκολης απόρριψης επεξεργασμένης ύλης, που κλιμακώνεται περισσότερο στις πόλεις. ”Όσο μεγαλύτερα είναι τα μεγέθη της οικονομικής δραστηριότητας, τόσο περισσότερα είναι τα εισαγόμενα αγαθά, τα οποία, εκτός από όσα ενσωματώνονται σε κτιριακές δομές, απομακρύνονται τελικά από τις πόλεις ως απορρίμματα” (Kennedy C. et al, 2015). Η αυξημένη κατανάλωση θεωρείται ένδειξη της οικονομικής ανάπτυξης μιας χώρας και καταλύτης της απόρριψης (βλ. εικόνα 2).
Εικόνα 2: Πηγή: Kοσκερίδου, 2017.
Πώς μπορεί να ‘’ενεργοποιηθεί’’ όλο αυτό το υλικό
προς εξέλιξη της αστικής αλλαγής και ανοικοδόμησης;
Ένα από τα βασικά ερωτήματα της παρούσας διερεύνησης είναι το κατά πόσο μπορεί να διευκολυνθεί η ενσωμάτωση της απόρριψης στις πόλεις του μέλλοντος, δεδομένης της ισχύουσας κοινωνικής αντίληψης.
Ο ορισμός που αποδίδεται λεξικογραφικά στο απόρριμμα εκφράζει ίσως τον κοινωνικό στοχασμό για τη συγκεκριμένη έννοια, και λαμβάνει στις περισσότερες γλώσσες αρνητικό πρόσημο. Σε όλες τις κοινωνίες
υπήρχε πάντοτε η έννοια του αχρείαστου: ο άχρηστος άνθρωπος, η τιποτένια ζωή, ο χαμένος χρόνος. Ωστόσο, τίποτα δεν θεωρείται εγγενώς και αυτόματα αχρείαστο, διότι ο χαρακτηρισμός εξαρτάται από τις ισχύουσες κοινωνικές σταθερές: εξαρτάται, δηλαδή από τον άνθρωπο.
Η Mary Douglas, ανθρωπολόγος, διαπιστώνει, σύμφωνα με τον Till (2009), πως το σύστημα κατηγοριοποίησης
επιθυμητού και ανεπιθύμητου διαφέρει, με βάση τις αξίες της κάθε κοινωνίας. Κάτι που απορρίπτεται από μια ομάδα μπορεί να είναι απολύτως θεμιτό και επιθυμητό από μια άλλη. Σύμφωνα με το National Geographic (2016), στο Κάιρο της Αιγύπτου το 85 τοις εκατό της διαλογής-ανακύκλωσης απορριμμάτων συντελείται από τις αδύναμες κοινωνικές ομάδες κοντά στο κέντρο της πόλης, ενώ στο Καμικάτσου της Ιαπωνίας, τα απόβλητα αναλύονται σε 34 κατηγορίες και ανακυκλώνονται στο 80 τοις εκατό τους από τους κατοίκους.
Οι χώροι υγειονομικής ταφής, δηλαδή οι χωματερές (ΧΥΤΑ), αποτελούν τοπικό αλλά και ταυτόχρονα παγκόσμιο πρόβλημα. Σύμφωνα με τον παρακάτω χάρτη, οι 50 μεγαλύτερες χωματερές βρίσκονται στο αναπτυσσόμενο κομμάτι του κόσμου. Οι περισσότερες από αυτές βρίσκονται στη Νότια και Δυτική Αφρική, την Ασία και τη Νότια Αμερική. Οι τοποθεσίες διαφοροποιούνται μεταξύ τους χρονικά και τοπογραφικά. Ακόμα, έχουν διαφορές μεγέθους, προσφέρουν περισσότερες ή λιγότερες θέσεις εργασίας, βρίσκονται κοντά σε μεγαλύτερους ή μικρότερους οικισμούς. Συνολικά, επηρεάζουν άμεσα 64 εκατομμύρια κατοίκους, αριθμός περίπου ίσος με τον πληθυσμό της Γαλλίας (UNEP, 2015).
Εικόνα 3: Οι μεγαλύτερες χωματερές στον παγκόσμιο χάρτη. Πηγή: Κοσκερίδου, 2017.
Εδώ και δεκαετίες, το ”απόρριμμα” χρησιμοποιείται από αρχιτεκτονικές, καλλιτεχνικές και κοινοτικές ομάδες ως εναλλακτικό υλικό και ως εκφραστικό σχόλιο προς την οικονομία της μαζικής παραγωγής. Τα απορρίμματα είναι το κατάλληλο μέσο για να εκφράζονται τέτοιες ομάδες, που εναντιώνονται στη συμβατικότητα και προβληματίζονται με έννοιες όπως ο δημόσιος χώρος, η δίκαιη παροχή στέγασης, η υπερκατανάλωση. Τα παραδείγματα που παρουσιάζονται από αυτές τις ομάδες (π.χ. Superuse Studios-NL, Basurama-SP), θεωρούνται ένα δείγμα μιας νέας μορφής της αρχιτεκτονικής σε προσωρινές αλλά και μόνιμες διατάξεις.
Ωστόσο, είναι αναγκαία η επανατοποθέτηση της σημασιολογίας του απορρίμματος και σε άλλες κλίμακες, όπως αυτή του αστικού χώρου στο σύνολο του. Τελευταία, υπάρχει μια παγκόσμια τάση προς το μοντέλο της κυκλικής οικονομίας (Circular Economy), που μελετάται ιδιαίτερα από ομάδες όπως η FABRICations (Ολλανδία). Η βασική αρχή του μοντέλου αυτού είναι η άντληση υλικού από υπάρχουσες παραμελημένες πηγές της πόλης και η αποφυγή απόρριψης περίσσιου υλικού όσο το μοντέλο βρίσκεται σε λειτουργία (βλ. εικόνα 4). Συνοπτικά, η πόλη μιμείται έναν φυσικό μεταβολισμό και η οργάνωσή της αλλάζει, προσφέροντας ευρηματικούς τρόπους εξοικονόμησης σε υλικούς, ενεργειακούς και οικονομικούς πόρους. Η ενέργεια, τα απορρίμματα, η αστική φύση (φυσικές υποδομές) και οι χρήστες μιας πόλης κινούνται σε ροές που χρειάζονται τέτοιους χειρισμούς, ώστε η πόλη να μετατραπεί σε μεταβολισμό που προσφέρει ευκαιρίες προσβάσιμες από ένα ευρύτερο κοινωνικό φάσμα.
Εικόνα 4: Ο χάρτης ανήκει στο oραματικό σχέδιο ”Circular Amsterdam” (2016).
Πηγές
Fabrications (2013). Urban Metabolism-Rotterdam. https://www.fabrications.nl/portfolio-item/rotterdammetabolism/
Kennedy C. et al. (2015). Energy and material flows of megacities. Proceedings of the National Academy of Sciences, 112 (19).
Till, J. (2009). Architecture Depends. London: MIT Press.
UNEP (2015). Global Waste Management Outlook. https://bit.ly/2YEZuxW
Κοσκερίδου, Ε.Μ. (2017). Superuse: Η έννοια της απόρριψης στην αρχιτεκτονική. Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ.